Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόκλοπος
ὑποκλύζομαι
ὑποκνίζομαι
ὑποκολακεύομαι
ὑποκόλπιος
ὑποκονῑ́ομαι
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκουρίζομαι
ὑπόκουφος
ὑποκρέκω
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρῑ́νομαι
ὑπόκρισις
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑποκρούω
View word page
ὑποκορισμός
ὑποκορισμόςοῦm pet namefor a young personPlu. use of diminutive word formsArist.

ShortDef

the use of diminutives

Debugging

Headword:
ὑποκορισμός
Headword (normalized):
ὑποκορισμός
Headword (normalized/stripped):
υποκορισμος
IDX:
41312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41313
Key:
ὑποκορισμός

Data

{'headword_display': '<b>ὑποκορισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑποκορισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>pet name<Expl>for a young person</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>use of diminutive word forms</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑποκορισμός'}