Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποκλέπτομαι
ὑποκλῑ́νομαι
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζομαι
ὑποκνίζομαι
ὑποκολακεύομαι
ὑποκόλπιος
ὑποκονῑ́ομαι
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκουρίζομαι
ὑπόκουφος
ὑποκρέκω
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρῑ́νομαι
View word page
ὑπό-κοπος
ὑπόκοποςονadjκόπος of houndssomewhat tiredX.

ShortDef

somewhat tired

Debugging

Headword:
ὑπόκοπος
Headword (normalized):
ὑπόκοπος
Headword (normalized/stripped):
υποκοπος
IDX:
41308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41309
Key:
ὑπόκοπος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπό-κοπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπό<hyph/>κοπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hounds</Indic><Tr>somewhat tired</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπόκοπος'}