Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποκίνδῡνος
ὑποκῑνέω
ὑποκλάζω
ὑποκλέπτομαι
ὑποκλῑ́νομαι
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζομαι
ὑποκνίζομαι
ὑποκολακεύομαι
ὑποκόλπιος
ὑποκονῑ́ομαι
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκουρίζομαι
ὑπόκουφος
ὑποκρέκω
View word page
ὑπο-κολακεύομαι
ὑποκολακεύομαιpass.vb receive some flatteryPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποκολακεύομαι
Headword (normalized):
ὑποκολακεύομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκολακευομαι
IDX:
41305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41306
Key:
ὑποκολακεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-κολακεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>κολακεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>receive some flattery</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποκολακεύομαι'}