Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποκηρύττομαι
ὑποκίνδῡνος
ὑποκῑνέω
ὑποκλάζω
ὑποκλέπτομαι
ὑποκλῑ́νομαι
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζομαι
ὑποκνίζομαι
ὑποκολακεύομαι
ὑποκόλπιος
ὑποκονῑ́ομαι
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκουρίζομαι
ὑπόκουφος
View word page
ὑπο-κνίζομαι
ὑποκνίζομαιpass.vb of a manbe somewhat excitedfr. meeting a beautiful womanX. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποκνίζομαι
Headword (normalized):
ὑποκνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκνιζομαι
IDX:
41304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41305
Key:
ὑποκνίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-κνίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>κνίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a man</Indic><Tr>be somewhat excited<Expl>fr. meeting a beautiful woman</Expl></Tr><Au>X. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποκνίζομαι'}