Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποκάτω
ὑπόκειμαι
ὑποκηρύττομαι
ὑποκίνδῡνος
ὑποκῑνέω
ὑποκλάζω
ὑποκλέπτομαι
ὑποκλῑ́νομαι
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζομαι
ὑποκνίζομαι
ὑποκολακεύομαι
ὑποκόλπιος
ὑποκονῑ́ομαι
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
View word page
ὑπόκλοπος
ὑπόκλοποςονadjὑποκλέπτομαι of speechdeceitfulB.fr.

ShortDef

guileful

Debugging

Headword:
ὑπόκλοπος
Headword (normalized):
ὑπόκλοπος
Headword (normalized/stripped):
υποκλοπος
IDX:
41302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41303
Key:
ὑπόκλοπος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπόκλοπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπόκλοπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὑποκλέπτομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of speech</Indic><Tr>deceitful</Tr><Au>B.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπόκλοπος'}