Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποκάτημαι
ὑποκάτω
ὑπόκειμαι
ὑποκηρύττομαι
ὑποκίνδῡνος
ὑποκῑνέω
ὑποκλάζω
ὑποκλέπτομαι
ὑποκλῑ́νομαι
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζομαι
ὑποκνίζομαι
ὑποκολακεύομαι
ὑποκόλπιος
ὑποκονῑ́ομαι
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
View word page
ὑπο-κλοπέομαι
ὑποκλοπέομαιmid.contr.vbὑπόκλοπος conceal oneself, lurkOd.

ShortDef

to lurk in secret places

Debugging

Headword:
ὑποκλοπέομαι
Headword (normalized):
ὑποκλοπέομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκλοπεομαι
IDX:
41301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41302
Key:
ὑποκλοπέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-κλοπέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>κλοπέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>ὑπόκλοπος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>conceal oneself, lurk</Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποκλοπέομαι'}