Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποκατακλῑ́νομαι
ὑποκάτημαι
ὑποκάτω
ὑπόκειμαι
ὑποκηρύττομαι
ὑποκίνδῡνος
ὑποκῑνέω
ὑποκλάζω
ὑποκλέπτομαι
ὑποκλῑ́νομαι
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζομαι
ὑποκνίζομαι
ὑποκολακεύομαι
ὑποκόλπιος
ὑποκονῑ́ομαι
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
View word page
ὑπο-κλονέομαι
ὑποκλονέομαιpass.contr.vb be driven in confusionw.dat.by a warriorIl.

ShortDef

to be driven in confusion before

Debugging

Headword:
ὑποκλονέομαι
Headword (normalized):
ὑποκλονέομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκλονεομαι
IDX:
41300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41301
Key:
ὑποκλονέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-κλονέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>κλονέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be driven in confusion</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by a warrior<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποκλονέομαι'}