Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποίγνῡμι
ὑποικουρέω
ὕποινος
ὑποισχάνω
ὑποΐσχομαι
ὑποκάθημαι
ὑποκαθίεμαι
ὑποκαθίζω
ὑποκαίω
ὑποκάμπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαταβαίνω
ὑποκατακλῑ́νομαι
ὑποκάτημαι
ὑποκάτω
ὑπόκειμαι
ὑποκηρύττομαι
ὑποκίνδῡνος
ὑποκῑνέω
ὑποκλάζω
ὑποκλέπτομαι
View word page
ὑπο-κάρδιος
ὑποκάρδιοςονadjκαρδίᾱ of anger, a wound fr. Erosdeep in the heartTheoc.

ShortDef

in the heart

Debugging

Headword:
ὑποκάρδιος
Headword (normalized):
ὑποκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
υποκαρδιος
IDX:
41288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41289
Key:
ὑποκάρδιος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-κάρδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπο<hyph/>κάρδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρδίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of anger, a wound fr. Eros</Indic><Tr>deep in the heart</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑποκάρδιος'}