Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόθημα
ὑποθημοσύνη
ὑποθορυβέω
ὑποθρᾱ́ττω
ὑποθρύπτομαι
ὑποθυμίς
ὑποθῡμίς
ὑποθύψᾱς
ὑπόθυψις
ὑποθωπεύω
ὑποθωρήσσομαι
ὑποίγνῡμι
ὑποικουρέω
ὕποινος
ὑποισχάνω
ὑποΐσχομαι
ὑποκάθημαι
ὑποκαθίεμαι
ὑποκαθίζω
ὑποκαίω
ὑποκάμπτω
View word page
ὑπο-θωρήσσομαι
ὑποθωρήσσομαιIon.mid.vb arm oneself in secretIl.

ShortDef

to arm oneself in secret

Debugging

Headword:
ὑποθωρήσσομαι
Headword (normalized):
ὑποθωρήσσομαι
Headword (normalized/stripped):
υποθωρησσομαι
IDX:
41277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41278
Key:
ὑποθωρήσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-θωρήσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>θωρήσσομαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>arm oneself in secret</Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποθωρήσσομαι'}