Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόθεο
ὑποθερμαίνομαι
ὑπόθερμότερος
ὑπόθεσις
ὑποθέω
ὑποθήκη
ὑπόθημα
ὑποθημοσύνη
ὑποθορυβέω
ὑποθρᾱ́ττω
ὑποθρύπτομαι
ὑποθυμίς
ὑποθῡμίς
ὑποθύψᾱς
ὑπόθυψις
ὑποθωπεύω
ὑποθωρήσσομαι
ὑποίγνῡμι
ὑποικουρέω
ὕποινος
ὑποισχάνω
View word page
ὑπο-θρύπτομαι
ὑποθρύπτομαιmid.vb of political leadershipbe somewhat indulgentopp. authoritarianPlu.

ShortDef

to be delicate

Debugging

Headword:
ὑποθρύπτομαι
Headword (normalized):
ὑποθρύπτομαι
Headword (normalized/stripped):
υποθρυπτομαι
IDX:
41271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41272
Key:
ὑποθρύπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-θρύπτομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>θρύπτομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of political leadership</Indic><Tr>be somewhat indulgent<Expl>opp. authoritarian</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποθρύπτομαι'}