Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποζύγιον
ὑποζώματα
ὑποζώννῡμι
ὑποθάλπω
ὑπόθεο
ὑποθερμαίνομαι
ὑπόθερμότερος
ὑπόθεσις
ὑποθέω
ὑποθήκη
ὑπόθημα
ὑποθημοσύνη
ὑποθορυβέω
ὑποθρᾱ́ττω
ὑποθρύπτομαι
ὑποθυμίς
ὑποθῡμίς
ὑποθύψᾱς
ὑπόθυψις
ὑποθωπεύω
ὑποθωρήσσομαι
View word page
ὑπόθημα
ὑπόθημαατoςn securityfor a stake, in gamblingMen.

ShortDef

stand, base

Debugging

Headword:
ὑπόθημα
Headword (normalized):
ὑπόθημα
Headword (normalized/stripped):
υποθημα
IDX:
41267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41268
Key:
ὑπόθημα

Data

{'headword_display': '<b>ὑπόθημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπόθημα</HL><Infl>ατoς</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>security<Expl>for a stake, in gambling</Expl></Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑπόθημα'}