Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποεργός
ὑποέσχεθον
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνῡμι
ὑποζύγιον
ὑποζώματα
ὑποζώννῡμι
ὑποθάλπω
ὑπόθεο
ὑποθερμαίνομαι
ὑπόθερμότερος
ὑπόθεσις
ὑποθέω
ὑποθήκη
ὑπόθημα
ὑποθημοσύνη
ὑποθορυβέω
ὑποθρᾱ́ττω
ὑποθρύπτομαι
ὑποθυμίς
ὑποθῡμίς
View word page
ὑπό-θερμότερος
ὑπόθερμότεροςονcompar.adjθερμός of a personsomewhat overheatedrather incensedHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπόθερμότερος
Headword (normalized):
ὑπόθερμότερος
Headword (normalized/stripped):
υποθερμοτερος
IDX:
41263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41264
Key:
ὑπόθερμότερος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπό-θερμότερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπό<hyph/>θερμότερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>compar.adj</PS><Ety><Ref>θερμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>somewhat overheated</Def><Tr>rather incensed</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπόθερμότερος'}