Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποείκω
ὑποεργός
ὑποέσχεθον
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνῡμι
ὑποζύγιον
ὑποζώματα
ὑποζώννῡμι
ὑποθάλπω
ὑπόθεο
ὑποθερμαίνομαι
ὑπόθερμότερος
ὑπόθεσις
ὑποθέω
ὑποθήκη
ὑπόθημα
ὑποθημοσύνη
ὑποθορυβέω
ὑποθρᾱ́ττω
ὑποθρύπτομαι
ὑποθυμίς
View word page
ὑπο-θερμαίνομαι
ὑποθερμαίνομαιpass.vb of a swordbe warmed w.dat.by the blood it drawsIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποθερμαίνομαι
Headword (normalized):
ὑποθερμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υποθερμαινομαι
IDX:
41262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41263
Key:
ὑποθερμαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-θερμαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>θερμαίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a sword</Indic><Tr>be warmed</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by the blood it draws<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποθερμαίνομαι'}