Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑποδρώω
ὑποδῡ́νω
ὑπόδυσις
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποείκω
ὑποεργός
ὑποέσχεθον
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνῡμι
ὑποζύγιον
ὑποζώματα
ὑποζώννῡμι
ὑποθάλπω
ὑπόθεο
ὑποθερμαίνομαι
ὑπόθερμότερος
View word page
ὑποεργός
ὑποεργόςep.mseeὑπουργός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποεργός
Headword (normalized):
ὑποεργός
Headword (normalized/stripped):
υποεργος
IDX:
41253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41254
Key:
ὑποεργός

Data

{'headword_display': '<b>ὑποεργός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑποεργός</HL><PS>ep.m</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπουργός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑποεργός'}