Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμφαῡτέω
ἀμφαφάω
ἀμφελικτός
ἀμφελίσσω
ἀμφέπω
ἀμφέρχομαι
ἀμφέρω
ἀμφέχανον
ἀμφηγερέθομαι
ἀμφήκης
ἀμφημερινός
ἄμφην
ἀμφηρεφής
ἀμφήρης
ἀμφήρης
ἀμφήριστος
ἀμφί
ἄμφια
ἀμφιάζω
ἀμφίαλος
Ἀμφιάρᾱος
View word page
ἀμφ-ημερινός
ἀμφ-ημερινόςή όνadj of feversrecurring each daydaily, quotidianPl.

ShortDef

quotidian fever

Debugging

Headword:
ἀμφημερινός
Headword (normalized):
ἀμφημερινός
Headword (normalized/stripped):
αμφημερινος
IDX:
4123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4124
Key:
ἀμφημερινός

Data

{'headword_display': '<b>ἀμφ-ημερινός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀμφ-ημερινός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of fevers</Indic><Def>recurring each day</Def><Tr>daily, quotidian</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμφημερινός'}