Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδεσμός
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑπόδικος
ὑποδῑνέομαι
ὑποδμηθείς
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδραμεῖν
ὑποδρήσσω
ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
View word page
ὑπο-δῑνέομαι
ὑποδῑνέομαιpass.contr.vb perh.be spun off one's feetby a thunderboltCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποδῑνέομαι
Headword (normalized):
ὑποδῑνέομαι
Headword (normalized/stripped):
υποδινεομαι
IDX:
41235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41236
Key:
ὑποδῑνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-δῑνέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>δῑνέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Qualif>perh.</Qualif><Tr>be spun off one's feet<Expl>by a thunderbolt</Expl></Tr><Au>Call.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ὑποδῑνέομαι'}