Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόδειγμα
ὑποδείδω
ὑποδεικτέος
ὑποδείκνῡμι
ὑποδειμαίνω
ὑποδέκομαι
ὑποδέμω
ὑποδεξῑ́η
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδεσμός
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑπόδικος
ὑποδῑνέομαι
ὑποδμηθείς
ὑποδμώς
View word page
ὑποδεσμός
ὑποδεσμόςοῦm footwear, shoeof a soldier, distinguished fr. κρηπίς heavy shoePlb.

ShortDef

foot-gear

Debugging

Headword:
ὑποδεσμός
Headword (normalized):
ὑποδεσμός
Headword (normalized/stripped):
υποδεσμος
IDX:
41227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41228
Key:
ὑποδεσμός

Data

{'headword_display': '<b>ὑποδεσμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑποδεσμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>footwear, shoe<Expl>of a soldier, distinguished fr. <Ref>κρηπίς</Ref> <ital>heavy shoe</ital></Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑποδεσμός'}