Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποδεέστερος
ὑπόδειγμα
ὑποδείδω
ὑποδεικτέος
ὑποδείκνῡμι
ὑποδειμαίνω
ὑποδέκομαι
ὑποδέμω
ὑποδεξῑ́η
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδεσμός
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑπόδικος
ὑποδῑνέομαι
ὑποδμηθείς
View word page
ὑπόδεσις
ὑπόδεσιςεωςfὑποδέω wearing of shoesArist. concr.footwearPl. X. Plb.

ShortDef

a putting on one's shoes

Debugging

Headword:
ὑπόδεσις
Headword (normalized):
ὑπόδεσις
Headword (normalized/stripped):
υποδεσις
IDX:
41226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41227
Key:
ὑπόδεσις

Data

{'headword_display': '<b>ὑπόδεσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπόδεσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὑποδέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wearing of shoes</Tr><Au>Arist.</Au></nS1> <nS1><Indic>concr.</Indic><Tr>footwear</Tr><Au>Pl. X. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑπόδεσις'}