Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποδέδρομα
ὑποδεέστερος
ὑπόδειγμα
ὑποδείδω
ὑποδεικτέος
ὑποδείκνῡμι
ὑποδειμαίνω
ὑποδέκομαι
ὑποδέμω
ὑποδεξῑ́η
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδεσμός
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑπόδικος
ὑποδῑνέομαι
View word page
ὑποδέξιος
ὑποδέξιοςονadj of harboursable to take ina large fleetsufficiently capaciousHdt.

ShortDef

capacious

Debugging

Headword:
ὑποδέξιος
Headword (normalized):
ὑποδέξιος
Headword (normalized/stripped):
υποδεξιος
IDX:
41225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41226
Key:
ὑποδέξιος

Data

{'headword_display': '<b>ὑποδέξιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑποδέξιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of harbours</Indic><Def>able to take in<Expl>a large fleet</Expl></Def><Tr>sufficiently capacious</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑποδέξιος'}