Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποδάμναμαι
ὑποδαμνάω
ὑποδέγμενος
ὑποδέδρομα
ὑποδεέστερος
ὑπόδειγμα
ὑποδείδω
ὑποδεικτέος
ὑποδείκνῡμι
ὑποδειμαίνω
ὑποδέκομαι
ὑποδέμω
ὑποδεξῑ́η
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδεσμός
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
View word page
ὑποδέκομαι
ὑποδέκομαιIon.mid.vbseeὑποδέχομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποδέκομαι
Headword (normalized):
ὑποδέκομαι
Headword (normalized/stripped):
υποδεκομαι
IDX:
41222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41223
Key:
ὑποδέκομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑποδέκομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑποδέκομαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ὑποδέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑποδέκομαι'}