Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπογραμματεύω
ὑπογραφεύς
ὑπογραφή
ὑπογράφω
ὑπόγυιος
ὑποδαίω
ὑπόδακρυς
ὑποδάμναμαι
ὑποδαμνάω
ὑποδέγμενος
ὑποδέδρομα
ὑποδεέστερος
ὑπόδειγμα
ὑποδείδω
ὑποδεικτέος
ὑποδείκνῡμι
ὑποδειμαίνω
ὑποδέκομαι
ὑποδέμω
ὑποδεξῑ́η
ὑποδέξιος
View word page
ὑποδέδρομα
ὑποδέδρομαpf.2seeὑποδραμεῖν

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποδέδρομα
Headword (normalized):
ὑποδέδρομα
Headword (normalized/stripped):
υποδεδρομα
IDX:
41215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41216
Key:
ὑποδέδρομα

Data

{'headword_display': '<b>ὑποδέδρομα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὑποδέδρομα<LblR>pf.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑποδραμεῖν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑποδέδρομα'}