Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρομέω
ὑποβρόχιος
ὑπόβρυχα
ὑποβρύχιος
ὑπόγαιος
ὑπογάστριον
ὑπογαστρίς
ὑπόγειος
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογίγνομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύσσω
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγραμμα
ὑπογραμματεύς
ὑπογραμματεύω
ὑπογραφεύς
ὑπογραφή
View word page
ὑπο-γελάω
ὑπογελάωcontr.vb laugh a littlePl.

ShortDef

to laugh slily

Debugging

Headword:
ὑπογελάω
Headword (normalized):
ὑπογελάω
Headword (normalized/stripped):
υπογελαω
IDX:
41197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41198
Key:
ὑπογελάω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-γελάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>γελάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>laugh a little</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπογελάω'}