Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρομέω
ὑποβρόχιος
ὑπόβρυχα
ὑποβρύχιος
ὑπόγαιος
ὑπογάστριον
ὑπογαστρίς
ὑπόγειος
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογίγνομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύσσω
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγραμμα
ὑπογραμματεύς
ὑπογραμματεύω
ὑπογραφεύς
View word page
ὑπόγειος
ὑπόγειοςadjseeὑπόγαιος

ShortDef

under the earth, subterraneous

Debugging

Headword:
ὑπόγειος
Headword (normalized):
ὑπόγειος
Headword (normalized/stripped):
υπογειος
IDX:
41196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41197
Key:
ὑπόγειος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπόγειος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑπόγειος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπόγαιος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπόγειος'}