Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποβιβάζομαι
ὑποβῑνητιάω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρομέω
ὑποβρόχιος
ὑπόβρυχα
ὑποβρύχιος
ὑπόγαιος
ὑπογάστριον
ὑπογαστρίς
ὑπόγειος
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογίγνομαι
ὑπόγλαυκος
View word page
ὑπο-βρόχιος
ὑπο-βρόχιοςη ονIon.adjβρόχος quasi-advbl., of oxen being draggedby a noosehHom.cj., for ὑποβρύχιος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποβρόχιος
Headword (normalized):
ὑποβρόχιος
Headword (normalized/stripped):
υποβροχιος
IDX:
41190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41191
Key:
ὑποβρόχιος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-βρόχιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπο-βρόχιος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>βρόχος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of oxen being dragged</Indic><Tr>by a noose</Tr><Au>hHom.<LblR>cj., for <Gr>ὑποβρύχιος</Gr></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑποβρόχιος'}