Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβεβρεγμένος
ὑποβιβάζομαι
ὑποβῑνητιάω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρομέω
ὑποβρόχιος
ὑπόβρυχα
ὑποβρύχιος
ὑπόγαιος
ὑπογάστριον
View word page
ὑποβλητέος
ὑποβλητέοςᾱ ονvbl.adjof prepared soilto be placed as a bedw.dat.for a plantX.

ShortDef

to be put under

Debugging

Headword:
ὑποβλητέος
Headword (normalized):
ὑποβλητέος
Headword (normalized/stripped):
υποβλητεος
IDX:
41184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41185
Key:
ὑποβλητέος

Data

{'headword_display': '<b>ὑποβλητέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑποβλητέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG><aS1><Indic>of prepared soil</Indic><Tr>to be placed as a bed<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>for a plant</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑποβλητέος'}