Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπό
ὕπο
ὑποαμουσότερος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβεβρεγμένος
ὑποβιβάζομαι
ὑποβῑνητιάω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρομέω
ὑποβρόχιος
ὑπόβρυχα
View word page
ὑπο-βῑνητιάω
ὑποβῑνητιάωcontr.vb of foodsarouse the desire to be fuckedin effeminate menMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποβῑνητιάω
Headword (normalized):
ὑποβῑνητιάω
Headword (normalized/stripped):
υποβινητιαω
IDX:
41181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41182
Key:
ὑποβῑνητιάω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-βῑνητιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>βῑνητιάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of foods</Indic><Tr>arouse the desire to be fucked<Expl>in effeminate men</Expl></Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποβῑνητιάω'}