Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπνώω
ὑπό
ὕπο
ὑποαμουσότερος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβεβρεγμένος
ὑποβιβάζομαι
ὑποβῑνητιάω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρομέω
ὑποβρόχιος
View word page
ὑπο-βιβάζομαι
ὑποβιβάζομαιmid.vb of a groomcausew.acc.a horseto crouchfor a rider to mountX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποβιβάζομαι
Headword (normalized):
ὑποβιβάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποβιβαζομαι
IDX:
41180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41181
Key:
ὑποβιβάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-βιβάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>βιβάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a groom</Indic><Tr>cause<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a horse</Prnth>to crouch<Expl>for a rider to mount</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποβιβάζομαι'}