Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὕπο
ὑποαμουσότερος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβεβρεγμένος
ὑποβιβάζομαι
ὑποβῑνητιάω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρομέω
View word page
ὑπο-βεβρεγμένος
ὑποβεβρεγμένοςη ονpf.pass.ptcpl.adjβρέχω somewhat drunk, tipsyMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποβεβρεγμένος
Headword (normalized):
ὑποβεβρεγμένος
Headword (normalized/stripped):
υποβεβρεγμενος
IDX:
41179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41180
Key:
ὑποβεβρεγμένος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-βεβρεγμένος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπο<hyph/>βεβρεγμένος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>pf.pass.ptcpl.adj</PS><Ety><Ref>βρέχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>somewhat drunk, tipsy</Tr><Au>Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑποβεβρεγμένος'}