Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὕπο
ὑποαμουσότερος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβεβρεγμένος
ὑποβιβάζομαι
ὑποβῑνητιάω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
View word page
ὑπόβασις
ὑπόβασιςεωςfὑποβαίνω crouching motionmade by a horse, w. its hind legsX.

ShortDef

a going down: a crouching down

Debugging

Headword:
ὑπόβασις
Headword (normalized):
ὑπόβασις
Headword (normalized/stripped):
υποβασις
IDX:
41178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41179
Key:
ὑπόβασις

Data

{'headword_display': '<b>ὑπόβασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπόβασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὑποβαίνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>crouching motion<Expl>made by a horse, w. its hind legs</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑπόβασις'}