Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπνοδότᾱς
ὑπνομαχέω
ὕπνος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὕπο
ὑποαμουσότερος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβεβρεγμένος
ὑποβιβάζομαι
ὑποβῑνητιάω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
View word page
ὑπο-αμουσότερος
ὑποαμουσότεροςᾱ ονcompar.adjἄμουσος of a personsomewhat less culturedPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποαμουσότερος
Headword (normalized):
ὑποαμουσότερος
Headword (normalized/stripped):
υποαμουσοτερος
IDX:
41173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41174
Key:
ὑποαμουσότερος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-αμουσότερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπο<hyph/>αμουσότερος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>compar.adj</PS><Ety><Ref>ἄμουσος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>somewhat less cultured</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑποαμουσότερος'}