Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὑπισχνέομαι
ὑπνοδότᾱς
ὑπνομαχέω
ὕπνος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὕπο
ὑποαμουσότερος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβεβρεγμένος
ὑποβιβάζομαι
ὑποβῑνητιάω
ὑποβλέπω
View word page
ὕπο
ὕπο
prep. w. anastrophe
see
ὑπό
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὕπο
Headword (normalized):
ὕπο
Headword (normalized/stripped):
υπο
IDX:
41172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41173
Key:
ὕπο
Data
{'headword_display': '<b>ὕπο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὕπο<LblR>prep. w. anastrophe</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑπό</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὕπο'}