Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὐπίσσω
ὑπίστημι
ὑπισχνέομαι
ὑπνοδότᾱς
ὑπνομαχέω
ὕπνος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὕπο
ὑποαμουσότερος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβεβρεγμένος
ὑποβιβάζομαι
View word page
ὑπνώω
ὑπνώωep.vb be asleepHom. Mosch. Bion

ShortDef

to be drowsy, tired

Debugging

Headword:
ὑπνώω
Headword (normalized):
ὑπνώω
Headword (normalized/stripped):
υπνωω
IDX:
41170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41171
Key:
ὑπνώω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπνώω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπνώω</HL><PS>ep.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be asleep</Tr><Au>Hom. Mosch. Bion</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπνώω'}