Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπίσᾱς
ὐπίσσω
ὑπίστημι
ὑπισχνέομαι
ὑπνοδότᾱς
ὑπνομαχέω
ὕπνος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὕπο
ὑποαμουσότερος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβεβρεγμένος
View word page
ὑπνωτικός
ὑπνωτικόςή όνadj of a drink or drugsleep-inducingPlu.

ShortDef

inclined to sleep, sleepy, drowsy

Debugging

Headword:
ὑπνωτικός
Headword (normalized):
ὑπνωτικός
Headword (normalized/stripped):
υπνωτικος
IDX:
41169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41170
Key:
ὑπνωτικός

Data

{'headword_display': '<b>ὑπνωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπνωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a drink or drug</Indic><Tr>sleep-inducing</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπνωτικός'}