Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὑπέχω
ὑπήεισα
ὑπηέριος
ὑπήκοος
ὑπῆλθον
ὑπηνέμιος
ὑπήνεμος
ὑπήνη
ὑπηνήτης
ὑπηοῖος
ὑπηργμένος
ὑπηρεσίᾱ
ὑπηρέσιον
ὑπηρετέω
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτης
ὑπηρέτησις
ὑπηρετικός
ὑπηρέτις
ὑπήριπον
ὑπήσω
View word page
ὑπηργμένος
ὑπηργμένος
pf.mid.pass.ptcpl.
see
ὑπάρχω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπηργμένος
Headword (normalized):
ὑπηργμένος
Headword (normalized/stripped):
υπηργμενος
IDX:
41143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41144
Key:
ὑπηργμένος
Data
{'headword_display': '<b>ὑπηργμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὑπηργμένος<LblR>pf.mid.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑπάρχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπηργμένος'}