Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερχολάω
ὑπέρχομαι
ὑπέρχρεως
ὑπερψῡ́χομαι
ὑπέρψῡχος
ὑπερῴᾱ
ὑπερωέω
ὑπερωμόκρεως
ὑπερῷον
ὑπερῷος
ὑπερώτατος
ὑπερωτάω
ὑπεσθίω
ὑπεσπάνισμαι
ὑπεσσεῖται
ὑπέσταν
ὑπεστόρεσα
ὑπέσχεθον
ὑπεσχόμην
ὑπεύδιος
ὑπεύθῡνος
View word page
ὑπερώτατος
ὑπερώτατοςsuperl.adjseeὑπέρτατος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερώτατος
Headword (normalized):
ὑπερώτατος
Headword (normalized/stripped):
υπερωτατος
IDX:
41120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41121
Key:
ὑπερώτατος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερώτατος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑπερώτατος</HL><PS>superl.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπέρτατος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπερώτατος'}