Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρφρων
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερχαίρω
ὑπερχαρής
ὑπερχέομαι
ὑπερχλῑ́ω
ὑπερχολάω
ὑπέρχομαι
ὑπέρχρεως
ὑπερψῡ́χομαι
ὑπέρψῡχος
ὑπερῴᾱ
ὑπερωέω
ὑπερωμόκρεως
ὑπερῷον
ὑπερῷος
ὑπερώτατος
ὑπερωτάω
ὑπεσθίω
ὑπεσπάνισμαι
View word page
ὑπερ-ψῡ́χομαι
ὑπερψῡ́χομαιpass.vbψῡ́χω1 of a personget too coldArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερψῡ́χομαι
Headword (normalized):
ὑπερψῡ́χομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερψυχομαι
IDX:
41113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41114
Key:
ὑπερψῡ́χομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ψῡ́χομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>ψῡ́χομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>ψῡ́χω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a person</Indic><Tr>get too cold</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερψῡ́χομαι'}