Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφροσύνη
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερχαίρω
ὑπερχαρής
ὑπερχέομαι
ὑπερχλῑ́ω
ὑπερχολάω
ὑπέρχομαι
ὑπέρχρεως
ὑπερψῡ́χομαι
ὑπέρψῡχος
ὑπερῴᾱ
ὑπερωέω
ὑπερωμόκρεως
ὑπερῷον
View word page
ὑπερ-χέομαι
ὑπερχέομαιpass.contr.vb of a riveroverflowPlu. fig., of personsstream forth in abundancePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερχέομαι
Headword (normalized):
ὑπερχέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερχεομαι
IDX:
41108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41109
Key:
ὑπερχέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-χέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>χέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a river</Indic><Tr>overflow</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> <vS1><Indic>fig., of persons</Indic><Tr>stream forth in abundance</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερχέομαι'}