Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφροσύνη
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερχαίρω
ὑπερχαρής
ὑπερχέομαι
ὑπερχλῑ́ω
ὑπερχολάω
View word page
ὑπερ-φορέω
ὑπερφορέωcontr.vb of windcarrysnoww. ὑπέρ + gen.over terrainX.

ShortDef

to carry over

Debugging

Headword:
ὑπερφορέω
Headword (normalized):
ὑπερφορέω
Headword (normalized/stripped):
υπερφορεω
IDX:
41100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41101
Key:
ὑπερφορέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-φορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>φορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of wind</Indic><Tr>carry</Tr><Obj>snow<Expl><GLbl>w. <Ref>ὑπέρ</Ref> + gen.</GLbl>over terrain</Expl><Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερφορέω'}