Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφροσύνη
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερχαίρω
ὑπερχαρής
ὑπερχέομαι
ὑπερχλῑ́ω
View word page
ὑπέρ-φοβος
ὑπέρφοβοςονadjφόβος of a horseover-timidX.

ShortDef

very fearful, timid

Debugging

Headword:
ὑπέρφοβος
Headword (normalized):
ὑπέρφοβος
Headword (normalized/stripped):
υπερφοβος
IDX:
41099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41100
Key:
ὑπέρφοβος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-φοβος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>φοβος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φόβος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a horse</Indic><Tr>over-timid</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρφοβος'}