Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερύψηλος
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφροσύνη
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερχαίρω
ὑπερχαρής
View word page
ὑπερ-φιλέω
ὑπερφιλέωcontr.vb be passionately in loveArist.w.acc.w. a womanAr. X. adore beyond measurea leaderX.

ShortDef

to love beyond measure

Debugging

Headword:
ὑπερφιλέω
Headword (normalized):
ὑπερφιλέω
Headword (normalized/stripped):
υπερφιλεω
IDX:
41097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41098
Key:
ὑπερφιλέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-φιλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>φιλέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be passionately in love</Tr><Au>Arist.</Au><Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>w. a woman<Au>Ar. X.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>adore beyond measure</Tr><Obj>a leader<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερφιλέω'}