Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερτοξεύω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφροσύνη
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
View word page
ὑπερ-φεύγω
ὑπερφεύγωvb escape over the topof the nets of RuinA.tm., v.l. ὑπεκ-

ShortDef

escape beyond, survive

Debugging

Headword:
ὑπερφεύγω
Headword (normalized):
ὑπερφεύγω
Headword (normalized/stripped):
υπερφευγω
IDX:
41094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41095
Key:
ὑπερφεύγω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-φεύγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>φεύγω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>escape over the top<Expl>of the nets of Ruin</Expl></Tr><Au>A.<LblR>tm., v.l. <Gr>ὑπεκ</Gr>-</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερφεύγω'}