Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφροσύνη
ὑπέρφρων
View word page
ὑπέρ-φευ
ὑπέρφευadvapp.φεῦ beyond the appropriate limitfor mortalsexcessivelyA. E.

ShortDef

excessively

Debugging

Headword:
ὑπέρφευ
Headword (normalized):
ὑπέρφευ
Headword (normalized/stripped):
υπερφευ
IDX:
41093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41094
Key:
ὑπέρφευ

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-φευ</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ὑπέρ<hyph/>φευ</HL><PS>adv</PS><Ety>app.<Ref>φεῦ</Ref></Ety></vHG> <advS1><Def>beyond the appropriate limit<Expl>for mortals</Expl></Def><Tr>excessively</Tr><Au>A. E.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ὑπέρφευ'}