Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερτερίᾱ
ὑπέρτερος
ὑπερτίθημι
ὑπερτῑμάω
ὑπέρτολμος
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
View word page
ὑπερ-ύψηλος
ὑπερύψηλοςονadjὑπέρὑψηλός of mountainsextremely highX.

ShortDef

exceeding high

Debugging

Headword:
ὑπερύψηλος
Headword (normalized):
ὑπερύψηλος
Headword (normalized/stripped):
υπερυψηλος
IDX:
41087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41088
Key:
ὑπερύψηλος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ύψηλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>ύψηλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὑπέρ</Ref><Ref>ὑψηλός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of mountains</Indic><Tr>extremely high</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερύψηλος'}