Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερτέλλω
ὑπερτερίᾱ
ὑπέρτερος
ὑπερτίθημι
ὑπερτῑμάω
ὑπέρτολμος
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
View word page
ὑπ-έρυθρος
ὑπέρυθροςονadjἐρυθρός of the body of a plague victimreddishTh.of a cosmic spherePl.

ShortDef

somewhat red, reddish

Debugging

Headword:
ὑπέρυθρος
Headword (normalized):
ὑπέρυθρος
Headword (normalized/stripped):
υπερυθρος
IDX:
41086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41087
Key:
ὑπέρυθρος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπ-έρυθρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπ<hyph/>έρυθρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐρυθρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the body of a plague victim</Indic><Tr>reddish</Tr><Au>Th.</Au><aS2><Indic>of a cosmic sphere</Indic><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρυθρος'}