Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτερίᾱ
ὑπέρτερος
ὑπερτίθημι
ὑπερτῑμάω
ὑπέρτολμος
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθίνομαι
View word page
ὑπ-ερυθριάω
ὑπερυθριάωcontr.vbὑπό blush a littleAr.

ShortDef

to blush a little

Debugging

Headword:
ὑπερυθριάω
Headword (normalized):
ὑπερυθριάω
Headword (normalized/stripped):
υπερυθριαω
IDX:
41085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41086
Key:
ὑπερυθριάω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπ-ερυθριάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπ<hyph/>ερυθριάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ὑπό</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>blush a little</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερυθριάω'}