Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτερίᾱ
ὑπέρτερος
ὑπερτίθημι
ὑπερτῑμάω
ὑπέρτολμος
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
View word page
ὑπερ-τοξεύω
ὑπερτοξεύωvb surpass in archeryoutshoot someoneAr.cj., for περι-

ShortDef

overshoot

Debugging

Headword:
ὑπερτοξεύω
Headword (normalized):
ὑπερτοξεύω
Headword (normalized/stripped):
υπερτοξευω
IDX:
41084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41085
Key:
ὑπερτοξεύω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-τοξεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>τοξεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>surpass in archery</Def><Tr>outshoot</Tr> <Obj>someone<Au>Ar.<LblR>cj., for <Gr>περι</Gr>-</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερτοξεύω'}