Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτερίᾱ
ὑπέρτερος
ὑπερτίθημι
ὑπερτῑμάω
ὑπέρτολμος
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
View word page
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύσιμοςονadjὑπερτοξεύω possible for an archer to surpassfig., of a pollution, in neg.phr.surpassableA.

ShortDef

to be shot beyond

Debugging

Headword:
ὑπερτοξεύσιμος
Headword (normalized):
ὑπερτοξεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
υπερτοξευσιμος
IDX:
41083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41084
Key:
ὑπερτοξεύσιμος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερτοξεύσιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερτοξεύσιμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὑπερτοξεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>possible for an archer to surpass</Def><aS2><Indic>fig., of a pollution, in neg.phr.</Indic><Tr>surpassable</Tr><Au>A.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερτοξεύσιμος'}