Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερσεμνῡ́νομαι
ὑπερσκελής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπερστατέω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτερίᾱ
ὑπέρτερος
ὑπερτίθημι
ὑπερτῑμάω
ὑπέρτολμος
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
View word page
ὑπερτερίᾱ
ὑπερτερίᾱᾱςIon.ὑπερτερίηηςfὑπέρτερος upper partbodyof a chariotOd. Pl.superior qualitysuperiorityThgn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερτερίᾱ
Headword (normalized):
ὑπερτερίᾱ
Headword (normalized/stripped):
υπερτερια
IDX:
41077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41078
Key:
ὑπερτερίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερτερίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπερτερίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><VL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ὑπερτερίη</FmHL></VL><VInfl><FmInfl>ης</FmInfl></VInfl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὑπέρτερος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>upper part</Def><Tr>body<Expl>of a chariot</Expl></Tr><Au>Od. Pl.</Au></nS1><nS1><Def>superior quality</Def><Tr>superiority</Tr><Au>Thgn.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑπερτερίᾱ'}