Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπυρριάω
ὑπερπωτάομαι
ὑπερράγην
ὑπερσεμνῡ́νομαι
ὑπερσκελής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπερστατέω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτερίᾱ
ὑπέρτερος
ὑπερτίθημι
ὑπερτῑμάω
ὑπέρτολμος
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
View word page
ὑπερτελέω
ὑπερτελέωcontr.vbὑπερτελής rise abovea net of slaveryi.e. escape fr. itA.

ShortDef

to overleap

Debugging

Headword:
ὑπερτελέω
Headword (normalized):
ὑπερτελέω
Headword (normalized/stripped):
υπερτελεω
IDX:
41074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41075
Key:
ὑπερτελέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερτελέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερτελέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ὑπερτελής</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>rise above</Tr><Obj>a net of slavery<Expl>i.e. escape fr. it</Expl><Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερτελέω'}