Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερπωτάομαι
ὑπερράγην
ὑπερσεμνῡ́νομαι
ὑπερσκελής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπερστατέω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτερίᾱ
ὑπέρτερος
ὑπερτίθημι
ὑπερτῑμάω
View word page
ὑπερ-σπουδάζω
ὑπερσπουδάζωvb be extremely eagerw.inf.to do sthg.Men.

ShortDef

to take exceeding great pains

Debugging

Headword:
ὑπερσπουδάζω
Headword (normalized):
ὑπερσπουδάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερσπουδαζω
IDX:
41070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41071
Key:
ὑπερσπουδάζω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-σπουδάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>σπουδάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be extremely eager</Tr><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>Men.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερσπουδάζω'}